κλαστικά πετρώματα

κλαστικά πετρώματα
Ομάδα πετρωμάτων η οποία περιλαμβάνει τα ιζηματογενή πετρώματα που προέρχονται από συσσώρευση θραυσμάτων άλλων πετρωμάτων, τα οποία προϋπήρχαν και έχουν μεταφερθεί από άλλη περιοχή, μακριά από τον τόπο όπου έγινε η απόθεσή τους και η ιζηματογένεση. Σπανιότερα είναι τα ιζήματα που δημιουργούνται επί τόπου και προέρχονται από τη μηχανική ή τη χημική αποσάθρωση των προϋπαρχόντων πετρωμάτων (όπως ο μυλονίτης, τα πλευρικά κορήματα κ.ά.). Τα θραύσματα των πετρωμάτων μπορεί να είναι ασύνδετα, όπως στην περίπτωση των άμμων, των χαλίκων κλπ. ή συγκολλημένα σύμφωνα με τον μηχανισμό της διαγένεσης, που ακολουθεί την απόθεση των ιζημάτων, όπως στην περίπτωση των ψαμμιτών, των κροκαλοπαγών και των λατυποπαγών. Τα θραύσματα μπορεί να αποτελούνται από ένα είδος πετρώματος (μονογενή κ.π.) ή από διάφορα (πολυγενή κ.π.). Τα κλαστικά ιζήματα ταξινομούνται ανάλογα με το μέγεθος των κόκκων και την ορυκτολογική τους σύσταση, αλλά η ταξινόμηση αυτή διαφέρει από σχολή σε σχολή. Μία από αυτές τα διακρίνει με βάση το μέγεθος των κόκκων σε πηλιτικά πετρώματα, με λεπτομερέστατα συστατικά, διαμέτρου κάτω του 1/16 του χιλιοστού. Σε αυτά ανήκουν οι ψαμμίτες και οι λεπτομερείς άμμοι, που αποτελούνται κυρίως από κόκκους χαλαζία, και τα αργιλικά πετρώματα, που αποτελούνται από διάφορα ορυκτά του αργιλίου, αναμεμειγμένα, καμιά φορά, με μικροσκοπικά κομμάτια από διάφορα πετρώματα. Τα συστατικά των πηλιτικών πετρωμάτων είναι τόσο μικρά ώστε η εξέτασή τους απαιτεί τη χρήση ηλεκτρονικού μικροσκοπίου. Επίσης, διακρίνονται σε ψαμμιτικά πετρώματα, με μέσους κόκκους, διαμέτρου από 1/16 έως 2 χιλιοστά. Σε αυτά ανήκουν οι άμμοι και οι σχετικά χονδρόκοκκοι ψαμμίτες, με ποικίλη ορυκτολογική σύνθεση. Υπερισχύουν όμως τα ορυκτά που είναι πιο ανθεκτικά στη φθορά και στην αποσάθρωση, όπως ο χαλαζίας, οι άστριοι και οι γρανάτες. Τέλος, υπάρχουν τα ψηφιδιτικά πετρώματα, χονδρόκοκκα, με συστατικά διαστάσεων πάνω από 2 χιλιοστά. Εδώ ανήκουν οι ψηφίδες και τα ψηφιδοπαγή, οι κροκάλες και τα κροκαλοπαγή και οι λατύπες και τα λατυποπαγή, δηλαδή τα χαλαρά και τα αντίστοιχά τους συγκολλημένα πετρώματα. Τα κροκαλοπαγή παρουσιάζουν συστατικά (δηλαδή θραύσματα πετρωμάτων) αποστρογγυλεμένα κατά το μεγαλύτερο ποσοστό (90%), λόγω της μεταφοράς τους, ενώ τα λατυποπαγή αποτελούνται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό (90%) από γωνιώδη τεμάχια πετρωμάτων, γεγονός που δείχνει ότι δεν έχουν φθαρεί, επειδή δεν μεταφέρθηκαν από πολύ μακριά. Οι διαστάσεις των συστατικών στους δύο τελευταίους τύπους κ.π. καθορίζονται στα ασύνδετα πετρώματα με διαδοχικά κόσκινα διαφορετικών οπών και στα συγκολλημένα με ανάλυση στο μικροσκόπιο. Από τη μελέτη της ορυκτολογικής σύστασης και υφής ενός παλαιού κλαστικού ιζήματος, όπως και των ενδεχόμενων απολιθωμάτων που συνυπάρχουν σε αυτό, σε συσχετισμό προς τον τρόπο σχηματισμού ενός παρόμοιου σύγχρονου ιζηματογενούς πετρώματος –αρχή του ακτουαλισμού–, είναι δυνατόν να συναχθούν οικολογικά συμπεράσματα, δηλαδή σχετικά με τις συνθήκες του περιβάλλοντος κάτω από τις οποίες σχηματίστηκε το παλαιό αυτό πέτρωμα· πετρογραφικά, δηλαδή συμπεράσματα σχετικά με την ταυτότητα του προηγούμενου συστήματος πετρωμάτων, από το οποίο προήλθαν τα θραύσματα που συμμετείχαν στον σχηματισμό του· συμπεράσματα που αφορούν τους εξωγενείς παράγοντες διάβρωσης και μεταφοράς των παλαιών αυτών πετρωμάτων κ.ά. Πολλά από τα συνεκτικά κ.π. (κροκαλοπαγή, λατυποπαγή κλπ.) μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δομικό υλικό, ενώ άλλα λειαίνονται και χρησιμεύουν ως υλικό διακόσμησης. Από τα ασύνδετα πετρώματα, αρκετά αξιοποιούνται επίσης στη βιομηχανία δομικών υλικών. Xαλαζιακός ψαμμίτης με χαλκηδόνιο ως συνδετικό υλικό (τομή του πετρώματος σε πολωτικό μικροσκόπιο). Aδρομερή χαλίκια, χαλαρά συγκολλημένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • πέρμιο — Γεωλογική περίοδος, η τελευταία του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία διήρκεσε τριάντα περίπου εκατομμύρια χρόνια. Τα όρια του π. με το υποκείμενο λιθανθρακοφόρο είναι λιθολογικά αρκετά σαφή, επειδή τους σχιστολίθους του λιθανθρακοφόρου τους… …   Dictionary of Greek

  • κάμβριο — Η παλαιότερη από τις πέντε γεωλογικές περιόδους του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία εκτείνεται μεταξύ 543 και 490 εκατ. χρόνων. Είναι η περίοδος κατά την οποία εμφανίστηκαν στο απολιθωματικό αρχείο σχεδόν όλα τα φύλα των μεταζώων. Το γεγονός αυτό… …   Dictionary of Greek

  • πορώδες — Μικρά διάκενα μέσα στα στερεά σώματα, περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα, που διακρίνονται είτε μακροσκοπικά είτε μικροσκοπικά. Παραδείγματα μακροσκοπικού π. είναι οι σπόγγοι, η κίσσηρις (ελαφρόπετρα) κλπ.· το π. σε βαθμό μικροσκοπικής παρατήρησης …   Dictionary of Greek

  • μόλασσα — Ιζηματογενές πέτρωμα που συνίσταται από ψαμμίτες έως ψαμμιτοκροκαλοπαγή· περιέχει σε μεγάλο ποσοστό χαλαζιακά στοιχεία και δεν είναι πολύ συμπαγές. Οι μ. έχουν αποτεθεί σε παραποτάμιες περιοχές, σε δέλτα ποταμών και σε παράκτιες περιοχές αβαθών… …   Dictionary of Greek

  • σχιστόλιθος — Ημιορεινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 250), στην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου. * * * ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι (πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα… …   Dictionary of Greek

  • γεωδυναμική — Κλάδος της γεωλογίας, ο οποίος μελετά τους φυσικούς παράγοντες που έχουν επιδράσει με το πέρασμα του χρόνου πάνω στη Γη και οι οποίοι ακόμα και τώρα τροποποιούν την εξωτερική μορφή της, τις φυσικοχημικές συνθήκες και το περιβάλλον ζωής. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • ψαμμίτης — Πέτρωμα που αποτελείται κατά κύριο λόγο από κόκκους άμμου μεγέθους 0,02 έως 2 χιλιοστά, από τη διαγένεση της οποίας προκύπτουν οι ψ. Η άμμος μπορεί να προέρχεται από ρέοντα, θαλάσσια ή λιμναία ύδατα, ή ακόμα από τη δράση του ανέμου. Η φύση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”